Συνέντευξη της συστημικής θεραπεύτριας Όλγας Μπασιούδη στην Εναλλακτική Δράση για την ψυχοθεραπευτική μέθοδο του Bert Hellinger, μέσω της αναπαράστασης οικογενειακών ή άλλων συστημάτων.
Κυρία Μπασιούδη, μπορείτε να μας εξηγήσετε τί είναι και πώς γεννήθηκε η Συστημική Αναπαράσταση;
Η συστημική αναπαράσταση είναι ταυτόχρονα πολλά: «Είναι μια μέθοδος, μια προσέγγιση, ένα είδος θεραπείας, μια συλλογή από επιγνώσεις, εφαρμοσμένη φιλοσοφία και μια σε βάθος μελέτη των ανθρώπινων σχέσεων, ένα χρήσιμο εργαλείο που εφαρμόζεται σε πολλές ειδικότητες και συνάμα ένας τρόπος αντίληψης του κόσμου. Είναι μια μέθοδος, η οποία παραμένει μαγευτική για πολλούς σε όλο τον κόσμο: για εκείνους που αγωνίζονται, για αυτούς που θέλουν να μάθουν και που θέλουν να διδάξουν.»
Θα έλεγα πως είναι η «τέχνη» της βοήθειας και της ζωής. Είναι μια ολιστική προσέγγιση, μια θεραπευτική μέθοδος και ένα εργαλείο με άπειρες δυνατότητες, διότι μας δίνει άμεση πρόσβαση στον χώρο της ψυχής – της δικής μας ψυχής και της «μεγάλης» ψυχής της οικογένειάς μας.
Αποκαλύπτει τους λόγους για τους οποίους αντιμετωπίζουμε δυσκολίες και προβλήματα στην ζωή μας. Δυσκολίες, συχνά επαναλαμβανόμενες ή απειλητικές για την ευημερία,την επιτυχία, την ευτυχία, την υγεία, κ.α., στην αιτία των οποίων δεν βρίσκουμε πρόσβαση. Ταυτόχρονα, είναι μια φιλοσοφία ζωής που μαθαίνεται βιωματικά και προσφέρει την κατανόηση του πως πετυχαίνει η ζωή και η αγάπη.
Κι από την άλλη, κατά τον B. Hellinger,
Θεωρώ την γέννησή της ένα δώρο για την ανθρωπότητα. Γεννήθηκε, σύμφωνα με την προσωπική μου αίσθηση, από μια ανάγκη και μια έμπνευση: ως ανάγκη, για να καλύψει την θεραπεία των «αόρατων δυναμικών» που καθορίζουν τη ζωή μας, των διαγενεαλογικών τραυμάτων κι εμπλοκών και ως έμπνευση, γιατί ο Χέλλινγκερ ενοποίησε πολλά διαφορετικά πεδία – την ψυχοθεραπεία (συνενώνοντας διαφορετικά ψυχοθεραπευτικά ρεύματα), την φιλοσοφία και την θεολογία-πνευματικότητα, με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο, δημιουργώντας ουσιαστικά κάτι εντελώς πρωτοποριακό.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι εκτός από τα οικογενειακά συστήματα, υπάρχουν και πιο συλλογικά συστήματα, π.χ. μιας κοινότητας ή μιας χώρας;
Βεβαίως, γι’ αυτό εξάλλου μιλάμε για οικογενειακή – συστημική αναπαράσταση. Ανήκουμε ταυτόχρονα σε πάρα πολλά συστήματα. Στο σύστημα της εργασίας ή του επαγγέλματός μας, στο σύστημα της κοινότητας μας, της πόλης και της χώρας μας, της κουλτούρας και του πολιτισμού μας, της θρησκείας μας, του φύλου μας κ.α.. Όλα αυτά τα συστήματα επιδρούν πάνω μας και μας καθορίζουν, όπως κι εμείς αντίστοιχα επιδρούμε σ’αυτά και μπορούμε να τα επηρεάσουμε. Όμως το πιο δεσμευτικό και καθοριστικό για εμάς, είναι το σύστημα της οικογένειας καταγωγής μας. Τα αίτια για τα περισσότερα «προβλήματα» της ζωής μας προέρχονται από τις οικογένειες καταγωγής μας.
Μπορείτε να μας μιλήσετε για τις τρεις περίφημες θεμελιώδεις αξίες της συστημικής αναπαράστασης;
Οι θεμελιώδεις αυτές αρχές (προτιμώ την έννοια της αρχής, διότι φανερώνει κάτι που άρχει), τις οποίες ο Χέλλινγκερ ονόμασε «Τάξεις της Αγάπης», είναι οι βάσεις κάθε ανθρώπινης σχέσης. Δεν ανήκουν μόνο στην συστημική αναπαράσταση, αλλά στην ίδια τη ζωή. Έχουν εφαρμογή εκ των προτέρων στις ανθρώπινες σχέσεις και δυστυχώς οι άνθρωποι τις αντιλαμβανόμαστε συνήθως μέσα από το αντίθετό τους, δηλ. μέσα από την αταξία που δημιουργείται από την παραβίασή τους.
Οι Τάξεις, λοιπόν, είναι αρχές που ασυνείδητα καθορίζουν κάθε οικογενειακό σύστημα. Κάθε φορά που αυτές οι αρχές ή τάξεις δεν τηρούνται, τότε προκύπτουν αρνητικές επιπτώσεις για τα μέλη του οικογενειακού συστήματος. Είναι σημαντικό εδώ να γίνει κατανοητό, πως όταν μιλάμε για Τάξεις, δεν εννοούμε κανόνες ή νόμους, αλλά βιωμένη πραγματικότητα. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπορούμε να επιλέξουμε τις Τάξεις – αυτές ενεργούν αυτόβουλα. Η αγάπη αποτελεί ένα μέρος της Τάξης. Αρκετοί πιστεύουν ότι με την αγάπη θα μπορούσαν να υπερνικήσουν τις Τάξεις – κάτι που είναι ωστόσο, φύση αδύνατον. Η αγάπη οφείλει να συμμορφωθεί στις Τάξεις για να αναπτυχθεί. Με άλλα λόγια οι Τάξεις στις οποίες αναφερόμαστε, δεν υπόκεινται στην επιθυμία μας.
Η πρώτη θεμελιώδης αρχή αφορά το «ανήκειν». Όλα τα μέλη ενός οικογενειακού συστήματος έχουν ίσο δικαίωμα να ανήκουν σε αυτό. Αν κάποιος παραγκωνιστεί, αποκλειστεί ή ξεχαστεί, όλα τα μέλη της οικογένειας επηρεάζονται με αρνητικό τρόπο. Για παράδειγμα, αν κάποιος έχει απομακρυνθεί από το οικογενειακό σύστημα γιατί είχε ανάρμοστη συμπεριφορά, ήταν π.χ. αλκοολικός και η οικογένεια τον έδιωξε και τον «ξέχασε», κάποιος απόγονος θα οδηγηθεί να επαναλάβει τον εθισμό και τη συμπεριφορά του, γιατί ασυνείδητα έχει κληθεί να επαναλάβει το πεπρωμένο του αποκλεισμένου προγόνου του. Εδώ είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι στο οικογενειακό σύστημα ανήκουν: Ο εαυτός μας, τα αδέρφια μας, οι γονείς μας, τα αδέρφια των γονιών μας, οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας ακόμα και οι γονείς τους. Επίσης τα παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί (παιδιά από εκτρώσεις, αποβολές ή θνησιγενή), τα δίδυμα που μόνο το ένα ήρθε στην ζωή, τα παιδιά που έχουν προκύψει από προηγούμενες σχέσεις (είτε ήρθαν στη ζωή είτε όχι), οι πρώην σύντροφοι (τόσο οι δικοί μας όσο και εκείνοι των συντρόφων μας). Ακόμη ανήκουν πρόσωπα που έγιναν σημαντικά γιατί συνδέθηκαν μέσα από ιδιαίτερα γεγονότα με κάποιο άτομο της οικογένειας – για παράδειγμα κάποιος που σκοτώθηκε σ’ ένα ατύχημα που προκάλεσε κάποιο μέλος της οικογένειας. Κάθε φορά λοιπόν που αποκλείουμε κάποιον, είτε για δεν είναι αρκετά «καλός» για εμάς, είτε γιατί δεν αναγνωρίζουμε την θέση του στο σύστημά μας, παραβιάζουμε την Τάξη αυτή.
Η δεύτερη θεμελιώδης αρχή αφορά την ιεραρχία και την ισοτιμία. Αυτή ορίζει ότι όποιος έχει έρθει πρώτα, προηγείται. Δηλαδή οι παππούδες προηγούνται των γονιών, οι γονείς προηγούνται των παιδιών, το πρώτο παιδί προηγείται του δεύτερου, το δεύτερο του τρίτου και ούτω καθ’ εξής. Ταυτόχρονα, ωστόσο, ανήκουμε ισότιμα. Όταν θεωρούμε κάποιον ως το πρώτο παιδί της οικογένειας αλλά στην πραγματικότητα είναι το δεύτερο παιδί, επειδή το αδερφάκι που υπήρξε πριν από αυτό δε γεννήθηκε, παραβιάζουμε την Τάξη της ιεραρχίας. Το γνωστό πρόβλημα της «γονεοποίησης» των παιδιών, μας μιλάει επίσης για την διαταραχή αυτής της Τάξης.
Η τρίτη θεμελιώδης αρχή είναι η ισορροπία στο «δούναι και λαβείν». Σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις υπάρχει μια διαρκής ανταλλαγή που χρειάζεται να βρίσκεται σε ισορροπία. Η μόνη εξαίρεση είναι στη σχέση γονιών – παιδιών: οι γονείς δίνουν και τα παιδιά παίρνουν. Όταν τα παιδιά νιώθουν υπόχρεα στους γονείς τους και προσπαθούν, με διάφορους τρόπους, να ανταποδώσουν, η Τάξη αυτή διαταράσσεται. Ο μόνος, ενδεχομένως, τρόπος για να ανταποδώσουν – με τάξη – θα ήταν να δώσουν παρακάτω, στα δικά τους παιδιά ή σε άλλους ανθρώπους.
Υπάρχουν κάποια σημεία τα οποία δεν είναι ξεκάθαρα μέσα μου και θα ήθελα να τα κατανοήσω. Πως μπορεί το γεγονός ότι ο παππούς μου δεν ένιωσε ότι αγαπήθηκε αρκετά από τους δικούς του γονείς, να μπορεί να επηρεάζει τη ζωή και τη ψυχοσύνθεση των δικών μου παιδιών; Μπορείτε να το εξηγήσετε με απλό και κατανοητό τρόπο ή με ένα παράδειγμα;
Τα ανεπεξέργαστα βιώματα και τα αγιάτρευτα ψυχικά τραύματα που είχαν οι πρόγονοί μας φαίνεται ότι μεταβιβάζονται ως ένα είδος «ψυχικού DNA» από την μια γενιά στην άλλη. Ένα ερώτημα που προκύπτει βεβαίως είναι, γιατί ο παππούς μου είχε αυτό το βίωμα; Που έχει διακοπεί η ροή της αγάπης στο οικογενειακό σύστημα και γιατί; Που και πως τραυματίστηκε η αγάπη; Τι έχει συμβεί; Διότι, όπως αποκαλύπτεται συχνά μέσα από τις αναπαραστάσεις, πάντα υπάρχει ένας λόγος – ένα γεγονός ίσως – που επέφερε αυτό το αποτέλεσμα. Για παράδειγμα ο πατέρας του παππού μπορεί να μεγάλωσε ορφανός – χωρίς αγάπη, στοργή και φροντίδα. Αυτό το βίωμα δημιούργησε ένα ψυχικό «αποτύπωμα» το οποίο κληροδοτήθηκε μετέπειτα στο δικό του παιδί, δηλαδή στον παππού μου, ο οποίος με την σειρά του ένιωθε και βίωνε πως δεν αγαπιέται, χωρίς ωστόσο να συντρέχουν οι ίδιοι λόγοι ως γεγονότα. Κι αυτό πέρασε αργότερα στην μητέρα ή στον πατέρα μου, σε μένα και στα παιδιά μου. Κάτι τέτοιο μπορεί να είναι πολύ εμφανές σε οικογένειες στις οποίες υπάρχει, για κάποιο λόγο (συνειδητό ή ασυνείδητο, πιο συχνά ασυνείδητο) βαθιά θλίψη ή ενοχή, κι όλοι στην οικογένεια είναι – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – θλιμένοι ή ενοχικοί. Συχνά η βαθιά κατάθλιψη είναι το ανολοκλήρωτο πένθος κάποιου προγόνου. Μπορεί δηλαδή να εκφράζονται τα συμπτώματα (τα αποτελέσματα ένος γεγονότος) γενιές μετά, έως ότου βρεθεί κάποιος να κοιτάξει με αγάπη αυτό που έχει συμβεί, να το αναγνωρίσει, να το τιμήσει και να γίνει το μέσον, έτσι ώστε να γιατρευτεί και να λυτρωθεί, να ησυχάσει και να σταματήσει να επαναλαμβάνεται.
Ή όπως λέει ο Ν.Καζαντζάκης, στην Ασκητική:
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, σχεδόν μαγικά, ας μου επιτραπεί η έκφραση, στοιχεία της συστημικής αναπαράστασης είναι το γεγονός ότι κάποιος άγνωστος μπορεί να υποδύεται ένα συγγενικό μου πρόσωπο και τα λόγια του, οι εκφράσεις του, η στάση του σώματός του, μπορεί να ταυτίζονται απόλυτα μαζί του. Και όλα αυτά χωρίς να γνωρίζει τίποτα για εμένα, πόσο μάλλον για τον συγγενή μου. Πώς συμβαίνει αυτό;
Αυτό είναι ίσως το πιο εντυπωσιακό, έως και σοκαριστικό κάποιες φορές, για όποιον συμμετέχει για πρώτη φορά σε μια ομάδα συστημικής αναπαράστασης. Όταν πρωτοσυνάντησα τον B.Hellinger απαντούσε σ’ αυτό το ερώτημα λέγοντας: «αδυνατώ να εξηγήσω αυτό το φαινόμενο, βλέπω όμως ότι είναι έτσι και το χρησιμοποιώ».
Προφανώς υπάρχει ένα ενεργειακό πεδίο που καθοδηγεί τις κινήσεις των εκπροσώπων και τους επιτρέπει να έχουν πρόσβαση σε όλες τις βασικές πληροφορίες του συστημικού πεδίου. Αργότερα o ψυχίατρος Albrecht Mahr μίλησε για το «γνωστικό πεδίο» (knowing field) της οικογένειας (ή ειδήμων πεδίο, όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά). Ο βιολόγος Rupert Sheldrake, με τον οποίο κατ’ επανάληψη έχει συναντηθεί και συζητήσει ο Hellinger, γνωστός για την έρευνα του στα μορφογεννητικά πεδία, μιλάει για «μορφικό» συντονισμό: η οικογένεια και κάθε σύστημα είναι ένα μορφογεννητικό πεδίο στο οποίο, εκτός των άλλων, είναι καταγεγραμμένη όλη η ιστορία της οικογένειας ή του συστήματος. Όταν ξεκινάει μια αναπαράσταση αυτό το μορφογεννητικό, ειδήμων πεδίο της οικογένειας γίνεται πολύ ενεργό (ενεργοποιείται) και μας παρέχει τις απαραίτητες πληροφορίες μέσα από τον συντονισμό των εκπροσώπων που καλούνται να σταθούν στην θέση κάποιων μελών της οικογένειας/συστήματος.
Είναι όλοι καθρέφτες μας, ακόμα και έξω από τις συνεδρίες της συστημικής αναπαράστασης;
Προφανώς αναφέρεστε στους «κατοπτρικούς νευρώνες» που θεωρούνται η έδρα της ενσυναίσθησης, όπως μελετούνται στην νευροψυχολογία. Αν και η συστημική αναπαράσταση δεν κάνει καμιά αναφορά ως προς αυτό, από την προσωπική μου εμπειρία θα έλεγα πως ναι. Είμαστε σε θέση να καθρεφτίζουμε και να καθρεφτιζόμαστε ο ένας στον άλλο, ακόμα κι όταν αυτή η λειτουργία γίνεται ασυνείδητα. Γι’αυτό εξάλλου παρατηρούμε συχνά πως κάνουμε πολλές «προβολές», για παράδειγμα, καθώς απευθυνόμαστε σε κάποιο άλλο πρόσωπο νομίζοντας πως περιγράφουμε κάτι δικό του, μιλάμε ουσιαστικά για τον εαυτό μας. «Όπως μέσα έτσι και έξω», λέει μια σοφή ρήση.
Υπάρχουν επίσης πιο απόλυτες θεωρήσεις, όπως αυτή του Dreamer στην «Σχολή των Θεών» που λέει πως «δεν υπάρχει τίποτα έξω από τον εαυτό σου» και πως «ο κόσμος είναι έτσι γιατί εσύ είσαι έτσι»!
Όταν αντιμετωπίζουμε έναν άνθρωπο που μας υποτιμά, ή μας εκβιάζει συναισθηματικά ή με κάποιον τρόπο δυσχεραίνει τη ζωή μας και η επιλογή να μην τον βλέπουμε είναι αδύνατη,ποιο είναι το σωστό μοτίβο σκέψης που θα έπρεπε να έχουμε ώστε να λύσουμε το πρόβλημα;
«Γιατί γίνεται κάποιος κακός; Επειδή κάποιος αποκλείεται – τον αποκλείουν! Ο αποκλεισμένος γίνεται κακός. Από ποιον αποκλείεται αυτός; Από έναν καλό, φυσικά! Ο καλός, λοιπόν, είναι ο πραγματικά κακός, ο οποίος κάνει τους κακούς, κακούς. Αυτοί οι οποίοι αποκλείουν, νοιώθουν ότι είναι «καλοί» και «καλύτεροι», λέει κάπου ο Χέλλινγκερ.
Θα πρότεινα λοιπόν να ξεκινήσει κανείς από αυτήν την σκέψη. Και να αναπτύξει μια ιδιαίτερη εσωτερική στάση προς αυτό το πρόσωπο, τηρώντας τις Τάξεις – που σημαίνει, αναγνωρίζοντας τη θέση του και σεβόμενος την ιδιαίτερη μοίρα του, η οποία τον οδηγεί σ’ αυτή τη συμπεριφορά, κι ας μην γνωρίζει τι ακριβώς ορίζεται από αυτήν. Η Τάξη και η γεμάτη σεβασμό στάση, μπορούν να μεταμορφώσουν και εμένα και τον άλλον. Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα της Τάξης είναι πως τίθενται, με έναν φυσικό τρόπο, σαφή όρια.
Ταυτόχρονα, μπορώ να κοιτάξω μαζί του εκεί που αυτός κοιτάει, σε κάποιο πρόσωπο ή σε μια κατάσταση. Μια τέτοια συμπεριφορά, τις περισσότερες φορές είναι μετατοπισμένη. Απευθύνεται δηλαδή σε κάποιον άλλον, προγενέστερο – μπορεί δηλαδή να είναι ο θυμός κι η υποτίμηση προς έναν γονιό ή κάποιον άλλον (από τον οποίο δέχτηκε αυτή την συμπεριφορά και τώρα την «ανταποδίδει») ή ο θυμός και η πικρία της μητέρας μου προς τον πατέρα μου και το αντίστροφο. Χρειάζεται να συμπεριλάβω στην ματιά και στην αγάπη μου όλους αυτούς με τους οποίους είναι σε εμπλοκή. Τότε «έρχεται» κάτι σε Τάξη και η ροή της αγάπης μπορεί να επανέλθει για όλους. Ωστόσο, αυτό που περιέγραψα εδώ απαιτεί μια κάποια εμπειρία και εξοικίωση με την συστημική αναπαράσταση.
Θα μπορούσε επίσης κανείς να αποκτήσει μια στάση καλής προαίρεσης, διότι η καλή προαίρεση θεραπεύει. Όπως επίσης να αρχίσει να τον ευλογεί – αυτό έχει πάντα ένα καλό αποτέλεσμα.
Στο ερχόμενο εργαστήριό σας, το κυρίαρχο θέμα είναι η μητέρα. Ποια είναι η αξία της μητέρας στη ζωή μας; Και εννοώ πέρα από την απόλυτη εξάρτηση που υποχρεωτικά υπάρχει στα πρώτα χρόνια της ζωής μας.
Η μητέρα αποτελεί την πύλη μας για την ζωή. Είναι ένα δώρο, που μας χαρίστηκε από κάπου αλλού, όπως λέει ο B.Hellinger. Είναι η πηγή της δικής μας ζωής – μεγαλειώδες, αν το καλοσκεφτεί κανείς! Η ζωή μας χαρίζεται και χωρίς τη μητέρα δεν θα είχαμε την ζωή μας – όλα τα υπόλοιπα έπονται.. Όταν μπορέσουμε να κοιτάξουμε την μητέρα μας με αυτόν τον τρόπο και αναγνωρίσουμε τη μεγαλοσύνη της, πολλά μπορούν να μεταμορφωθούν στη ζωή μας. Καθώς λοιπόν δέχομαι την μητέρα μου, δέχομαι και τη ζωή μου, στην πληρότητά της – όσο έχω αντιρρήσεις, χάνω δύναμη και δυσκολεύω την ύπαρξή μου και τη ζωή μου.
«Η πιο βαθιά σχέση την οποία βιώνουμε στη ζωή μας ήταν και είναι η σχέση μας προς την μητέρα μας. Είναι η σχέση, η οποία μας χάρισε τη ζωή στην κοιλιά της. Που αλλού μας φανερώνεται το θαύμα της ζωής πιο μυστηριώδες και μεγαλειώδες απ’αυτήν την απαρχής ενότητα με την μητέρα μας η οποία μας καταλαμβάνει μέχρι τέλους; Η σχέση μας προς την μητέρα μας συνεχίζεται στις σχέσεις μας προς άλλους ανθρώπους. Προπάντων στη σχέση μας με έναν σύντροφο ζωής και προς τα παιδιά μας. Συνεχίζεται το ίδιο στην εργασία και στο επάγγελμά μας. Αν στην σχέση μας προς την μητέρα μας υπήρξε ένα γεγονός το οποίο μας χώρισε από αυτήν – ακόμα κι αν ήταν για πολύ λίγο – παραμένει ένας πόνος που μας επισκέπτεται για μια ζωή. Μας επισκέπτεται στις σχέσεις μας με άλλους ανθρώπους και σ’ αυτό που αυτοί προσδοκούν από εμάς κι εμείς από αυτούς.»
Β.Ηellinger
Κάθε Ευλογία ξεκινάει με τη Μητέρα
Γιατί επιλέγει κάποιος να κάνει συστημική αναπαράσταση; Σε ποιες περιπτώσεις είναι πιο χρήσιμη η εφαρμογή της μεθόδου;
Οι περισσότεροι άνθρωποι οδηγούνται στην συστημική αναπαράσταση όταν αναζητούν απαντήσεις και λύσεις σε θέματα που τους έχουν απασχολήσει για καιρό χωρίς να έχουν βρει αυτό που αναζητούν.
«Βαθμιαία μου έγινε σαφές, ότι οι άνθρωποι έχουν μιαν ισχυρή τάση να χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να μένουν στα προβλήματά τους και να αποφεύγουν τις λύσεις. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τα ψυχολογικά προβλήματα, η δυστυχία ή τα συμπτώματα μας δίνουν μιαν εσωτερική επιβεβαίωση ότι μας επιτρέπεται να συνεχίσουμε να ανήκουμε στην ομάδα μας.Ο πόνος είναι η απόδειξη που χρειάζεται η παιδική μας ψυχή, ότι δεν είμαστε ένοχοι αναφορικά με την οικογένειά μας. Διασφαλίζει και προστατεύει το δικαίωμα που έχουμε να ανήκουμε στην οικογένειά μας. Κάθε δυστυχία, που προκαλείται από κάποια συστημική εμπλοκή, συνοδεύεται από την βαθιά ικανοποίηση που παρέχει η γνώση του ότι ανήκουμε.»
B.Hellinger
Όταν λοιπόν ωριμάσει κάτι στην ψυχή του ατόμου – καθώς και στην ψυχή της οικογένειας – και είναι έτοιμοι για μια λύση – που περιλαμβάνει πολλά περισσότερα και πολλούς περισσότερους – τότε οδηγείται κανείς στην συστημική αναπαράσταση.
Ο Bert Hellinger, λόγω της πολύχρονης πείρας του με τα οικογενειακά συστήματα, μπόρεσε να δει και να περιγράψει τις αόρατες δυναμικές που κρύβονται σ’ ένα οικογενειακό σύστημα και στις οποίες εγκλωβίζονται τα μέλη του, μ’ έναν όχι υγιή τρόπο. Μόνον αφού κάποιος πρώτα αποκαλύψει αυτές τις δυναμικές μπορεί έπειτα να ψάξει και να βρει τον δρόμο προς την λύση. Για να ευοδωθούν λοιπόν οι ανθρώπινες σχέσεις, προϋπόθεση είναι να δει κανείς και να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει και όχι όπως θα ήθελε να είναι.
Με την βοήθεια των συστημικών αναπαραστάσεων, μπορεί κάποιος να βρει λύσεις σε προβλήματα που αφορούν όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Επαναλαμβανόμενα αρνητικά και επιβλαβή πρότυπα σχέσεων, συγκρούσεις και διαζύγια, οικογενειακά τραύματα και πρώιμοι θάνατοι, ατυχήματα κι ασθένειες, πένθος, κατάθλιψη, ψυχική νόσος, κακοποίηση – φυσική και συναισθηματική -, εκτρώσεις, αποβολές και θέματα γονιμότητας, προσωπικές κι επαγγελματικές αποτυχίες ή απώλειες. Η συστημική αναπαράσταση λειτουργεί φυσικά επίσης και ως ένα εξαιρετικό μέσο αυτογνωσίας και προσωπικής ανάπτυξης.